κουρούνα

κουρούνα
Κοινή ονομασία ορισμένων στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των κορακοειδών. Οι κ. είναι συγγενικά είδη με τα κοράκια, με τα οποία ανήκουν στο ίδιο γένος. Κοινό είδος, το οποίο συναντάται στις παρυφές των δασών και κοντά σε λίμνες και έλη μεγάλου μέρους της Ασίας και της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης, είναι η μαύρη κ. (Corvus coronae) που έχει συνολικό μήκος περίπου 45 εκ. και μέσο άνοιγμα φτερών περίπου 1 μ. Η κ. τρέφεται κυρίως με σπόρους, έντομα, σαλιγκάρια, σκουλήκια, αλλά και μικρά πουλιά, αβγά και ψοφίμια. Άλλα είδη κ. είναι η γκρίζα κ. (Corvus cornix) που έχει περίπου τις ίδιες διαστάσεις με τη μαύρη κ., αλλά διαφέρει στο χρώμα του φτερώματος, το οποίο είναι ανοιχτό γκρι στο σώμα και μαύρο μόνο στις πτέρυγες, στην ουρά και στο κεφάλι. Πρόκειται για θορυβώδη πουλιά, τα οποία τρέφονται με απορρίμματα, ψοφίμια, νεοσσούς άλλων πτηνών, έντομα και σπόρους. Τέλος, ένα είδος ιθαγενές της Βόρειας Αμερικής είναι ο Corvus brachyrhynchos. Όπως και τα υπόλοιπα είδη, είναι παμφάγο πτηνό, το οποίο, όταν συναντάται σε παράκτιες τοποθεσίες, επιδεικνύει παρόμοια συμπεριφορά με τους γλάρους, δηλαδή συλλέγει μύδια, τα οποία πετάει από μεγάλο ύψος, για να σπάσει τα κελύφη τους. H μαύρη κουρούνα (Corvus coronae) ζει κοντά στα δάση και τρέφεται με έντομα.
* * *
(I)
η (Μ κουρούνα)
1. είδος στρουθιόμορφου πτηνού, η κορώνη
2. φρ. «γίνομαι κουρούνα στο μεθύσι» — μεθώ πολύ
νεοελλ.
1. η καμπύλη άκρη τού αλετριού
2. παροιμ. «είπε κι η κουρούνα κρα» — λέγεται για πολύ συνηθισμένα φαινόμενα που επαναλαβάνονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κορώνα, με κώφωση ή πιθ. με επίδραση τής κατάλ. -ούνι / -ούνα και αφομοίωση (*κορούνα > κουρούνα)].
————————
(II)
κουρούνα, ἡ (Μ)
1. στέμμα
2. φρ. «αυλή τής κουρούνας» — βασιλική αυλή (Ασσίζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. courouna].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κουρούνα — η το πουλί κουρούνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …   Dictionary of Greek

  • κουρούνης — ο, θηλ. κουρούνα δυστυχής, ταλαίπωρος, άθλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρούνα (Ι), προφανώς λόγω τού χρώματος τού πουλιού] …   Dictionary of Greek

  • αλετροκουρούνα — η κορώνη τού αλετριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι + κουρούνα] …   Dictionary of Greek

  • καρακουρούνα — η άλλη ονομασία τής καρακάξας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρα * + κουρούνα] …   Dictionary of Greek

  • κερκορώνος — κερκορώνος, ὁ (Α) είδος ινδικού πτηνού, ίσως εσφ. ανάγν. αντί κερκίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. είναι ορθός, προέρχεται ίσως από αμάρτ. *κερκο κορώνη (< κέρκος «ουρά» + κορώνη «κουρούνα») με απλολογία] …   Dictionary of Greek

  • κορατσίνα — η κουρούνα, κορώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + κατάλ. ίνα με τσιτακισμό] …   Dictionary of Greek

  • κορωνίζω — (Α) 1. τελειώνω κάτι, αποπερατώνω 2. μαζεύω χρήματα γυρίζοντας στις γειτονιές και κρατώντας στα χέρια κορώνην, κουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κορωνίς*, ενώ με τη σημ. 2. < κορώνη*] …   Dictionary of Greek

  • κορωνεκάβη — κορωνεκάβη, ἡ (Α) πάρα πολύ γριά σαν κουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + κύριο όν. Ἑκάβη (ηλικιωμένη ηρωίδα τής μυθολογίας)] …   Dictionary of Greek

  • κορωνιδεύς — κορωνιδεύς, ὁ (Α) μικρή κουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + υποκορ. κατάλ. ιδεύς (πρβλ. ερωτ ιδεύς, λεοντ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”